00101010

My blog on life the universe and everything…

Category Archives: κοινωνικά

μπαλίτσα μέχρι θανάτου

Ξερεις τι γινεται; καθομαι και γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω για καμιά ωρα τωρα, και καταλήγω παλι να εκνευρίζομαι που δεν μπορώ να βάλω αισθήματα, σκέψεις και πληροφορίες σε μια γαμημένη σειρα, σε ενα ωραίο κείμενο, έτσι οπώς εκεινα αλλών που διαβάζω και ζηλεύω κατα καιρούς. Έχω κατσει εδω κι εχω μαζέψει ενα σωρό πηγές για να σου αραδιάσω τις σκέψεις μου με επιχειρήματα και ρεφερενσες και δεν συμμαζευεται, αλλα, τελικα δεν το’χω, γι’αυτο δεν θα το κουράσω. Θα τα γράψω οπως τα νιώθω κι ας μη παρω πουλιτζερ.

Που λές ξεκιναει το Μουντιάλ σε λίγες μέρες. Κι οπως σε καθε τετοια διοργάνωση, έχουν πεσει πολλα φράγκα απο την διοργανώτρια χώρα, την Βραζιλία, κυριως σε αθλητικές εγκαταστασεις και συστήματα ασφαλειας. Περιπου 11 δις δολλάρια συμφωνα με καποιες εκτιμησεις. Αλλοι λένε περισσότερα. Ας πούμε 11 λοιπον κι ας προχωρησουμε. 11 δις για μια διοργάνωση, σε μια χωρα οπου συμφωνα με στατιστικά της ίδιας της χώρας, το 2010, υπολόγιζε οτι περιπου 11.4 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυτα

1280px-1_rocinha_favela_closeup

Αυτη ειναι μια φαβέλα στο Rio de Janeiro. Οι φαβελες, συμφωνα με την γουικιπιδια που τοσο μας αρεσει να διαβαζουμε, ειναι οι παραγκουπόλεις της Βραζιλίας, οπου καταληγουν οι φτωχοί που δεν έχουν τα μέσα να βρούν κάπου άλλου να μείνουν. Να αλλη μια φωτογραφία απο τις πολυτελείς αυτές κατοικίες

aeropuerto-Chiclayo5

Ομως στον βωμο του θεάματος, αυτοι οι άνθρωποι διώχνονται απο τις φαβέλες οπου εχουν στησει της κοινοτητες τους και οδηγουνται δια της βιας σε ανετοιμες κατοικίες, σε περιοχες πολυ μακριά απο αυτές που ζουσαν τοσα χρόνια. Γιατι η κυβέρνηση της Βραζιλίας αποφάσισε οτι θελει να χρησιμοποιήσει καποιες απο αυτές τις εκτάσεις για να χτίσει γήπεδα. Ναι ναι, γήπεδα. Οχι σχολεία, ή σπίτια, οχι πάρκα και παιδικές χαρες, οχι. Γήπεδα. Αν νομιζεις οτι λαϊκιζω, καλά κάνεις. Ε, μη στα πολυλογώ και βαρεθείς και φύγεις, ειδαν οι ανθρωποι να χορευουν τα δισεκατομμύρια γυρω τους κι αυτοι να διωχνονται απο τα σπίτια τους, βαλε μεταξύ άλλων και τα υψηλα ποσοστά ανεργίας, τα εκατομμύρια ανασφάλιστων και τα εργατικά ατυχήματα για να χτιστουν τα γήπεδα, τους γύρισε λοιπον και βγήκαν να διαδηλωσουν ζητώντας χρήματα για την παιδεία την υγεία, φτηνότερες δημόσιες υπηρεσίες, και να σταματήσουν οι εξώσεις και η αστυνομική βία. Για να μην βαρεθείς απ’το πολυ μπλα μπλά, δες εδώ μερικά στιγμιότυπα από τις όμορφες αυτές στιγμές

OB-XX157_brazil_E_20130619094841 correction-brazil-confed-cup-protests-600x384 brazil-confed-cup-protests-600x399 Brazilbrazil-evictions-april-11-2014sports-us-soccer-brazil-worldcup-eviction

 

Για τις εξωσεις συγκεκριμενα αγαπητε αναγνωστη μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, καποιες εκτιμήσεις κανουν λόγο για εως 250.000 εξώσεις. Σκεψου λοιπον, χιλιαδες ανθρωποι, οι φτωχότεροι της χώρας, πετάγονται κυριολεκτικά εξω απο τα σπίτια τους, υπο την απειλη οπλων και πολυ συχνά με ξυλοδαρμους, για να κάνουν χώρο για τα γήπεδα του Μουντιαλ.

Σήμερα ειχα μια τρελη σκέψη. Σκεφτόμουν που λες, τι ωραια που θα’ταν ολοι αυτοί που θα πανε Βραζιλία σε μερικές μέρες για το Μουντιάλ, αντι να έμπαιναν στα γήπεδα, να έβγαιναν στους δρόμους και να διαδήλωναν μαζι με τους Βραζιλιάνους που γινονται θυσία για ενα θέαμα. Μετά συνήλθα όμως, ξερω οτι αυτα δεν γίνονται. Οσοι πανε εκει πανε εχοντας ειτε αποφυγει να διαβασουν ολα αυτα τα οποια γίνονται στην Βραζιλια τον τελευταιο χρόνο, είτε αδιαφορώντας, γιατι αυτοί δεν μπλέκουν την πολιτική με την διασκεδασή τους. Αλίμονο. Μη τυχόν και δεν διασκεδάσουμε. Εντάξει, άσχημα ειναι όλα αυτά που γίνονται για το Μουντιάλ, αλλα σιγα μη χαλάσω εγω την διασκεδασή μου. Όχι φίλε, εγω απο τις 12 Ιουνίου, πίτσες, μπύρες και μπαλίτσα. Οταν θα βλέπω το Μαρακανά και την εθνικάρα μου, δεν θα σκέφτομαι καθόλου το ξύλο που έφαγαν αυτοι οι ανθρωποι για να απολαύσω εγω την μπαλίτσα μου. Δεν θα σκέφτομαι καθόλου τους ανθρώπους που βολοδέρνουν κάπου εκει τριγύρω, πεινασμένοι κι άστεγοι, για να απολαύσω εγω την μπαλίτσα μου. Θα ξεχάσω την αστυνομική βία, τα εργατικά ατυχήματα, τις εξώσεις, τα δακρυγόνα, τις φαβέλες, και τις διαδηλώσεις, γιατι εγω, θελω να απολάυσω την μπαλίτσα μου τώρα. Και θα το κανω. Κι όταν τελειώσει η διασκέδαση, θα γίνω παλι ευαίσθητος. Γιατι ετσι ειμαι εγω. Ευαίσθητος.

 

Children play in front of graffiti painted by artists of OPNI in the Vila Flavia favela of Sao Paulo

 

 

A.T Παλαιου Φαλήρου, Σεπτέμβριος 2013

Χθες διάβασα αυτό και απόφασισα να πω μια ιστορία που έζησα πριν μερικους μήνες οταν βρισκόμουν στην Αθήνα. Οι δυο ιστοριες δεν εχουν την ιδια βαρύτητά και σοβαροτητα (κι ευτυχώς), αλλα θα ηθελα να την εξιστορήσω γιατι αυτο το κειμενο μου ξαναθυμησε εκεινη την μερα. Θα παραθέσω τα γεγονότα όσο καλύτερα τα θυμάμαι.

Ηταν αρχές Σεπτέμβρη και προσπαθούσα να ανανεώσω το διαβατήριο μου στο Α.Τ Παλαίου Φαλήρου. Έχω παει λοιπόν με την Ε. στο τμήμα για να καταθέσουμε κατι παράβολα και έγγραφα και να κάνουμε τις αιτήσεις για νέα διαβατήρια. Μπαίνουμε στο γραφείο διαβατηρίων, κι ο υπάλληλος μας ενημερώνει ότι το σύστημα έχει πέσει και δεν μπορούν να κάνουν άλλες αιτήσεις εκεινή την μέρα κι ότι πρεπει να ξαναπάμε κάποια άλλη μέρα. Τέλος πάντων, προχωράμε προς την έξοδο του τμήματος, όταν ξαφνικά κι ενώ είμαστε στον διάδρομο ακούμε κάτι φωνές. Ακούγεται σαν να κάποιος να κλαίει και να παρακαλάει για κάτι, αλλά το τι ακριβώς λέει δεν μας είναι ξεκάθαρο. Η πρώτη σκέψη που μου’ρχεται στο μυαλό είναι οτι χτυπάνε κάποιον μετανάστη άλλα δεν έχω ακόμα οπτική επαφή για να είμαι σίγουρος. Συνεχίζουμε προς την έξοδο και το κλάμα κι οι φωνές όλο και δυναμώνουν. Ξαφνικά βγαίνοντας στον εισόγειο χώρο του Α.Τ και μερικά βήματα πρίν την έξοδο, βλέπουμε έναν άνθρωπο πίσω απο μια σιδερένια πόρτα με ένα μικρό καγκελωτό άνοιγμα να κλαίει και να παρακαλάει να τον αφήσουν ελεύθερο. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και μια νέα γυναίκα αστυνομικός. Σε σπαστά ελληνικά και μέσα από λυγμούς ο φυλακισμένος λέει κάτι για “τεσσερις μήνες” και  “εχω χαρτιά, χαρτια είναι εντάξει”. Σε αυτό το σημείο γίνεται ξεκάθαρο οτι τον έχουν μαζέψει για να ελέγξουν τα έγγραφα παραμονής του στην χώρα, ενώ αυτός τους λέει οτι τα χαρτιά του ειναι έγκυρα ακόμα για κάποιους μήνες. Σταμάταμε ταραγμένοι μεσα στο τμήμα και κοιτάμε αποσβολωμένοι αυτόν τον άνθρωπο, που πρέπει να ειναι γύρω στα 25-30 (και πολλά μπορεί να λέω),  να παρακαλάει την αστυνομικό να τον αφήσει ελέυθερο. Το κελί είναι τόσο σκοτεινό που με δυσκολία διακρίνεις το κλαμένο πρόσωπο του ανθρώπου εκει μεσα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας δεύτερος μεγαλόσωμος αστυνομικός, ο οποίος έρχεται τρέχοντας προς το κελί σταματάει μπροστά στο πόρτακι της σιδερένιας πόρτας, κι αρχίζει να του φωνάζει “Σκάσε! Σκάσε! Σκάσε!”, ο άλλος κλαίει ακομα περισσότερο με τις φωνες, “Σκάσε μη σου κλείσω κι αυτο το πορτάκι και σ’αφησω στο σκοτάδι, μ’ακους, μ’ακους που σου μιλάω!”.  Ο άλλος συνεχίζει να παρακαλάει να τον αφήσουν ελεύθερο “δεν εχω κάνει τίποτα, χαρτιά εντάξει, σας παρακάλω” και ο μπάτσος του κλεινει το πόρτακι στο πρόσωπο. Καπου εκει, ξεμπλοκάρουμε κι αρχιζουμε να διαμαρτυρόμαστε, λεμε κατι για την ζέστη κι οτι εκει μέσα θα γίνει αφόρήτη, και ζητάμε να τον αφήσουν τουλάχιστον να παίρνει λιγο αέρα από το άνοιγμα αυτό. Τελικά ο φουσκωτός, ανοιγεί και πάλι το πορτάκι και φεύγει χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Η αστυνομικος με πιο ηρεμη φωνη του λεει να ηρεμήσει και σε λιγες ωρες θα είναι έξω. Γυρίζω και την ρωτάω ‘τι ειναι αυτά, τι κατάσταση ειναι αυτή?” και μου λέει οτι ειναι διαδικαστικό και σε λιγο περιμένουν την επιβεβαίωση για τα χαρτιά του για να τον αφήσουν ελέυθερο. Ο άλλος αστυνομικός έχει απομακρυνθεί και ενω μιλάω στην αστυνομικό ρίχνω μια ματιά προς το κελί και βλέπω τον άνθρωπο πισω απο την πόρτα να μου κάνει νόημα για τσιγάρο. Την ρωτάω αν μπορώ να του δώσω τουλάχιστον ένα τσιγάρο, μου λέει ‘δώστου’, βγάζω τον καπνό κι αρχίζω να στρίβω. Του πάω το τσιγάρο στο καγκελωτό άνοιγμα της πόρτας του δίνω κι αναπτήρα να το ανάψει και τον ρωτάω το ονομα του. Μου το λέει κλαίγοντας άλλα δεν το συγκρατώ. Συνεχίζει να μιλάει στην αστυνομικό και να της λεει οτι τον έχουν εκεί από τις 10 (η ώρα ειναι πλέον 2 το μεσημέρι) κι ότι ολο του λένε οτι ειναι τυπικό το θέμα αλλά τον έχουν εκεί τόσες ώρες. Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου και προς το παρών έχω αποφασίσει να μην φύγω μέχρι να δω τι θα γίνει. Λεω στην αστυνομικό πως ανεξάρτητα της υπόθεσης οι συνθήκες κράτησης ειναι απαράδεκτες κι απάνθρωπες και ψελλίζω κατι για ανθρώπινα δικαίωματα. Η αστυνομικός γυρνάει και μου λέει “Ναι κι εμένα με πονάει που τον βλέπω αλλά τι να κάνουμε, σε λίγο θα είναι έξω. Εξάλλου αυτος μια χαρά ειναι εδω, που να δεις τι γίνεται κάτω”. Νιωθω το αίμα να ανεβάινει στο κεφάλι μου και της λέω “ειναι τωρα αυτό επιχείρημα?” άλλα πριν τελειώσω την φράση μου μου λεει -ευγενικότατα πάντα- “αν δεν σας αρέσει να δώσετε λεφτά στην αστυνομία να φτιάξουμε καλύτερες υποδομές κράτησης”. Πραγματικά εκεί έχω μεινει μαλάκας, παω να γελάσω άλλα δεν μου βγαίνει, παω να της απαντήσω αλλά φοβαμαι οτι θα μου φύγει καμιά χριστοπαναγία, τελικά βγαίνουμε με την Ε. έξω για να πάρουμε λίγο αέρα. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να κάτσουμε κι άλλο ή οχι, αν μπορεί να αλλάξει κάτι η παρουσία μας εκει. Βγαίνουμε έξω και ξαφνικά, κυριολεκτικά χωρις να το περιμένω με πιάνουν τα κλάματα. Σε αυτή τη κατάσταση, αντι να φύγουμε καθόμαστε έξω απο το τμήμα για ένα τσιγάρο προσπαθώντας να ηρεμήσουμε. Πέντε λεπτά μετά θυμάμαι οτι δίπλα υπάρχει ενα περίπτερο. Σκέφτομαι να του πάμε κατι να φάει και να πιεί γιατι ποιος ξέρει ποση ωρα ακόμα θα τον έχουν μέσα. Κανω να ξαναπάω μέσα στο τμήμα να ρωτήσω αν μπορούμε να του φέρουμε κάτι να φάει. Βλέπω ομως οτι τώρα είναι έξω από το κελί και μέσα στο γραφείο της αστυνομικού. Παραμένω έξω κοιταζοντας προς τα μέσα και περιμένω να δω τι θα γίνει. Δυο λεπτά αργότερα βγαίνει από το αστυνομικό τμήμα κλαίγοντας κι έρχεται προς τα εμας που μας βλεπει να τον περιμένουμε. Προσπαθούμε να τον ηρεμήσουμε αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει. Τον ρωτάω αν είναι όλα εντάξει, αν πήρε τα χαρτιά του πίσω, αν χρειάζεται κατι, αυτός δυσκολεύεται να μιλήσει ψελλίζει μονο ‘ναι, ναι, σας ευχαριστω, ευχαριστω πολύ’. Στο ένα του χέρι κρατάει στραβωμένο το μισοτελειωμένο τσιγάρο που του είχα δώσει. Το ξανα-αναβει και προχωράμε μακρια από το αστυνομικό τμήμα ενω σιγα σιγα αρχίζει να ηρεμεί. Δεν ξέρω αν εχει ή οχι λεφτά πανω του, οπότε σταματάω στο περίπτερο και παιρνουμε κατι να φαει κατι να πιει κι ενα πακέτο τσιγάρα. Εν τω μεταξύ λεει στην Ε. οτι ειναι κηπουρός, κι οτι περίμενε την γιαγια του να έρθει να τον πάρει απο κάποια δουλειά κι εκει τον είδαν οι αστυνομικοί και τον έφεραν στο τμήμα από τις 10 το πρωί. Έχει πλέον ηρεμήσει λίγο, μας λεει συνεχεια ευχαριστω,δεν εχω τι να του πω, του λεω μονο οτι δεν καναμε τιποτα πραγματικα, απλα να προσέχει και να είναι καλά.  Και κάπου εκει χωρισαν οι δρόμοι μας.

Προσωπικά δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Έχω ακουσει ιστορίες απο φίλους και συγγενεις που δουλευουν με μετανάστες και βλέπουν αντιστοιχες και ακομα χειρότερες περιπτώσεις πολύ συχνά, έχω διαβάσει αρκετά για τις συνθηκες κράτησης και κακομεταχείρησης μεταναστών και μή σε αστυνομικά τμήματα και κέντρα κράτησης, άλλα άλλο να το βλέπεις κι άλλο να στο λένε. Και σιγουρα δεν ηταν απ’τις χειροτερες περιπτωσεις. Αλλα και μονο η εικονα ενος ανθρωπου να κλαιει μεσα σε ενα σκοτεινο κελι και να παρακαλει για την ελευθερία του, ηταν για μενα αρκετη.

Ακόμα μέχρι σήμερα μετανιώνω γι’αυτά που δεν είπα και γι’αυτα που δεν έκανα εκείνη την μέρα. Όμως, ισως εκείνος, για αυτη την μισή ωρα που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, να ένιωσε λιγο λιγότερο μόνος σ’αυτην την κωλοχώρα.

ένα παιδί μετράει αναπτήρες

Μοναστηράκι πριν απο μερικές μέρες. Μια παρέα από πέντε φίλους σε μια ταβέρνα, τρώμε, πίνουμε και αραδιάζουμε τις αποψάρες μας περι κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Ξαφνικά στην άκρη του τραπεζιού, εκεί απ’τη μεριά του πεζόδρομου ξεπροβάλει ένα κοριτσάκι. Μικρόσωμο έτσι οπως είναι και από εκεί που κάθομαι εγω στην μέσα άκρη του τραπεζιού δεν μπορώ να το δω ξεκάθαρα, μόνο ακούω την Μ. που ειναι στην πρώτη καρέκλα να μιλάει μαζι του. Το κοριτσάκι δείχνει κατι αναπτήρες και κάτι βεντάλιες που κουβαλάει μέσα σε μια τσάντα και μετά από λιγο ακούω την Μ. να ρωτάει “πεινάς?”. Το κοριτσάκι κουνάει το κεφάλι του με δυο μικρές κινήσεις μπρός πίσω. Διακρίνω στο πρόσωπο του κοριτσιού ενα διστακτικό, αμήχανο χαμόγελο. Σαν να ντρέπεται που λέει οτι πεινάει. Ή μπορεί και όχι, δεν ξέρω. Τις λεω να έρθει να κάτσει μαζί μας και τις δείχνω την καρέκλα απεναντί μου που είναι άδεια. Διστάζει, αυτό φαίνεται ξεκάθαρα, αλλά μετά απο μια δυο προσπάθειες ακόμα χαλαρώνει και έρχεται να κάτσει. Κρεμάει την τσάντα της στην καρέκλα, βολεύεται και μας χαμογελάει σαν να μας λέει “και τωρα τι?”. Την ρωτάμε τι θα ήθελε να φάει και δίνουμε την παραγγελία στον σερβιτόρο. Διακρίνω ενα περιέργο βλέμμα από τον σερβιτόρο στο κοριτσάκι, κάτι σαν, ‘τι κάνει τωρα αυτό εδω’. Ή μπορει και όχι, δεν ξέρω. Πιάνουμε την συζήτηση. Η Χ. είναι 13 χρονών, γεννημένη στην Ελλάδα από Αλβανούς γονείς. Έχει ενα  γλυκό πρόσωπο που όσο περνάει η ώρα χαλαρώνει, χαμογελάει και μιλάει με περισσότερη άνεση. Η Χ. πήγαινε σχολείο αλλά δεν ξέρει αν θα ξαναπάει. Πάντως προς το παρών πουλάει αναπτηρες, βεντάλιες και χαρτομάντηλα στο Μοναστηράκι. Πολλες ώρες την ημέρα απ’οτι μας λεει. Αλλότε παει καλά κι άλλοτε οχι. Όταν όμως μεγαλώσει θέλει να γίνει δασκάλα για να “μαθαίνω στα παιδιά να παίζουν ακορντεόν”.  Αυτόματα αρχίζω να αναρωτιέμαι ποιες είναι οι πιθανότητες η Χ. να γίνει πράγματι δασκάλα ακορντεόν αλλά το συμπέρασμα στο οποίο φτάνω προσπαθώ να μην το δείξω στο αμήχανο χαμογελό μου προς αυτήν. Η Χ. γίνεται σιγά σιγά μέρος της παρέας κι οχι το επικεντρό της. Τρώει το σουβλάκι της με πολυ αργές κινήσεις. Πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται αν αυτό ειναι γιατι θέλει να απολαύσει κάθε μπουκιά καθώς δεν ξέρει πότε θα είναι η επόμενη φορά που θα φάει, ή γιατι μόνο έτσι αργά μπορεί να φάει ενα 13χρονο κοριτσάκι. Αναρωτιέμαι πόσα άλλα παιδιά σαν την Χ. υπάρχουν στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Η Χ. πάντως έχει 14 αδέρφια, και κάτι μου λεει οτι έχουν κι αυτά όνειρα να γίνουν κάτι άλλο όταν μεγαλώσουν άλλα προς το παρών πουλάνε αναπτήρες και βεντάλιες σε παρέες της Αθήνας. Όταν τελειώνουμε σηκωνόμαστε να φύγουμε όλοι μαζί, με την Χ. να μας χαμογελάει και να μας λέει ενα χαμηλόφωνο “ευχαριστώ”. Τελικά συνειδητοποιώ πως η καλύτερη μέρα θα είναι αυτή που κάνεις δεν θα χρειάζεται να λεει “ευχαριστώ” σε κανέναν. Ή μπορεί και οχι, δεν ξέρω.

—— Στην Χ —–

Σκατόψυχοι υπάρχουν

UPDATE: Μια καλή φίλη μου θύμισε τις ακριβείς δηλώσεις του Καλφαγιάννη (που δεν αλλαζουν το νοημα του ποστ) οποτε τις εχω ανανεώσει μεσα στο άρθρο για να ειμαι πιο ακριβής στην αναδημοσίευση της συζήτησης.

——–

Δεν είμαι καλός με τις λέξεις και τα κείμενα, και σίγουρα αυτό το κείμενο θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα από κάποιον άλλον. Ομως καθώς δεν βρισκω βίντεο με το απόσπασμα το οποίο ευθύνεται για αυτό που με εξόργισε χθες βράδυ, νιώθω ότι πρέπει να καταγράψω αυτό που είδα, άκουσα και ένιωσα, για να το θυμάμαι, για να μη χαθεί στη θολούρα του χρόνου.
——–

Χθες βράδυ (17/6/2013), λιγο πριν κλεισω τον υπολογιστή για να παω για υπνο, και με την ΕΡΤ να παιζει στο background, ξαφνικα ακουω στο πάνελ της εκπομπής, χαμήλοφωνα τη φωνή ενος ανθρώπου να “σπάει”. Ανασηκώνομαι, ανεβαζω τον ηχο και βλεπω εναν κυριο με ασπρα μαλλια γυρω στα 45-50, να κλαίει. Ο κύριος αυτός ήταν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού “Ραδιοτηλεόραση”. Στην προσπάθεια του να μιλησει για το έργο των ανθρώπων που δουλεύουν δούλευαν στο περιοδικό, την ιστορία του, το τι σημαίνει για τον ίδιο, τους συναδέλφους του αλλα και για την ελληνική κοινωνία το κλείσιμο του περιοδικού (που ούτε η απόφαση του ΣτΕ αναστέλει), άρχισε να κλαίει. Σταματούσε για λίγο, ζητούσε συγγνώμη και προσπαθούσε να συνεχίσει. Μετά από λίγο, σχεδόν ντετερμινιστικά θα έλεγε κανείς, καθώς αυτά που προσπαθούσε να πεί ήταν εξαιρετικά συγκινητικά, “έσπαγε” πάλι ανήμπoρος να συγκρατήσει τα δάκρυα του.

Ξαφνικά στην εκπομπή κάνει τηλεφωνική παρέμβαση ο πρόεδρος της ΠΟΣΠΕΡΤ κ. Καλφαγιάννης. Του δίνει λοιπόν τον λόγο ο παρουσιαστής και ο Καλφαγιάννης μεταξύ άλλων λεει σε καποια στιγμή “Ο συνάδελφος αυτός, είναι προφανές οτι δεν έχει ιδέα από πολιτική, νομικά και στρατηγική και δημιουργεί κλίμα με αυτά που λέει”. Το βάζω σε εισαγωγικά αν και ισως η ακριβής δήλωση να ήταν λιγο διαφορετική, αλλα οι κατηγορίες εναντίον του ανθρώπου που έκλαιγε είναι όπως τις μεταφέρω.  Αν καποιος το θυμαται διαφορετικά, ευχαρίστως να δεχτώ διόρθωση.

Ο Καλφαγιάννης κλείνει την παρεμβασή του λέγοντας πως “ολοι οι υπάλληλοι της ΕΡΤ είναι απολυμένοι, ο αγώνας δεν χάθηκε…” και ακούγεται ο αρχισυντάκτης της “Ραδιοτηλεόρασης” να ψελλίζει ενα “εχετε δίκιο κ. πρόεδρε”.

Κλείνει ο Καλφαγιάννης, κι εχω θολώσει. Χαμηλώνω τον ήχο και προσπαθώ να συνηδειτοποιήσω τι εχω μόλις ακούσει. Ο προεδρος της ΠΟΣΠΕΡΤ κ. Καλφαγιάννης, έκρινε σκόπιμο να κάνει παρέμβαση σε μια τηλεοπτική εκπομπή, για να κουνήσει το δάχτυλο σε έναν άνθρωπο που έκλαιγε υπό την ψυχολογική φόρτιση του τέλους της “Ραδιοτηλεόρασης”, των απολύσεων αυτού και δεκάδων συναδέλφων του, και το τέλος εποχής για την ΕΡΤ όπως τουλάχιστον την έζησε ο ίδιος τα χρόνια που εργαζόταν εκεί.

Το τι χριστοπαναγίες, ψόφοι, και αλλα τετοια ομορφα μου φυγαν εκεινη τη στιγμη προς τον Καλφαγιάννη ουτε που θυμάμαι. Oυτε θυμάμαι επισης για πόση ώρα προσπαθούσα να ηρεμήσω μετά από αυτό. Ο Καλφαγιάννης ειναι αλλη μια απόδειξη οτι η χυδαιότητα και η σκατοψυχιά δεν είναι “προνόμιο” μόνο των χρυσαυγιτών, των νεοφιλελεύθερων και των δεξιών. Άνθρωποι που υποτίθεται πως μάχονται για τα δικαιώματα των εργαζομένων (ας γελάσω), πάσχουν από σοβαρή έλλειψη στοιχειώδους ανθρωπιάς και τρυφερότητας. Και επάνασταση χωρις ανθρωπιά και τρυφερότητα δεν είναι επανάσταση. Να την χέσω κι αυτήν και τους “εκπροσώπους” της.

“αχ, ρε πούστη θα μου λείψετε”

Κωνσταντίνος, 32 ετών, ναρκομανής και άστεγος στην Ελλάδα των Μνημονίων. Είναι από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μίνι-ντοκυμαντέρ σχετικά με την σίσα ή αλλιώς την “κοκαϊνη των φτωχών”. “Αχ, ρε πούστη θα μου λείψετε” λεει ο Κωνσταντίνος στους συντελεστές του ντοκυμαντέρ όταν πλέον έχουν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα στους δρόμους της Αθήνας και αποχαιρετιουνται. Βλέπω ξανά και ξανά το συγκεκριμένο κομμάτι, όπως ο Κωνταντίνος γυρίζει την πλάτη στην κάμερα, και ανοίγει τα χέρια λέγοντας αυτό το “αχ, ρε πούστη θα μου λείψετε”, μετά ξαναγυρνάει, λεει κάτι για την “πλατεία κάνιγγος”, κι ενω απομακρύνεται στο βάθος, με την πλάτη στην κάμερα,  ξαναγυρνάει άλλη μια φορά, φωνάζει “Κωνσταντίνος, Greece,” στέλνει φιλιά στην κάμερα και κλείνει με ένα “I love you” λίγο πριν στρίψει και χαθεί για πάντα σε ενα στενό της Αθήνας. Και όπως πέφτουν οι τίτλοι του ντοκυμαντέρ, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι ενώ εγω βλέπω τον Κωνσταντίνο στην οθονη του υπολογιστή μου, παρέα με τον καφέ και το τσιγαρο μου, εκείνος θα είναι τώρα σε κάποιο στενό της Αθήνας κυνηγώντας την επόμενη του δόση, το επόμενο του παγκάκι και κάνοντας παράλληλα όνειρα να καθαρίσει από τα ναρκωτικά, να βρεί μια κοπέλα και μια δουλειά και να έχει μια αξιοπρεπή ζωή όπως λεει ο ίδιος σε κάποιο σημείο του ντοκυμαντέρ. Ο άστεγος, ο ναρκομανής, ο ονειροπόλος, που μέσα σ’αυτό το “αχ, ρε πούστη θα μου λείψετε” νιώθεις οτι συμπυκνώνει όλη την μοναξιά του κόσμου. Την μοναξιά του ανθρώπου που είναι ξεχασμένος από όλους, που πεταμένος σε μια γωνιά της Αθήνας παλεύει να παραμείνει ανθρωπος, και έχει τη λαχτάρα να μου πει την ιστορία του. Και πάνω που με βρήκε και μου ξεδιπλώνει τις ανησυχίες και τα ονειρά του, τελειώνει ο τηλεοπτικός του χρόνος, και λίγο πριν ο καμεραμάν πατήσει το καταραμένο κουμπί off στην κάμερα, μου λεει οτι θα του λείψω, και ξέρω οτι εκεινη τη στιγμή μιλάει σε εμένα και όχι στον δημοσιογράφο, γιατί εγω είμαι αυτός που του λειπει κάθε μέρα. Έγω που ζω δίπλα του αλλά και τόσο μακριά του. Και μου υπενθυμίζει ότι θα είναι στην πλατεία Κάνιγγος. Με την ελπίδα μάλλον, πως ίσως μια απο αυτές τις μέρες βρώ το θάρρος να τον επισκεφτώ, να μοιραστούμε ανησυχίες, φόβους αλλά και όνειρα χωρίς κανείς να μπορεί να μας απομακρύνει ξανά με το πάτημα ενός κουμπιού.

konstandinos

Μια φωτογραφία, δύο χιλιάδες ζωές

stratopedo_metanastwn_korinthosΦωτογραφία από το στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών στην Κόρινθο όπου κρατούνται περίπου 2.000 άτομα

[πηγή]

στημένος στα πεντακόσια μέτρα

Όταν ήμουν μικρότερος θυμάμαι, είχα δει μια δυο ταινίες απο αυτές που έδειχναν τις συνθήκες ζωής των αφρικανών που ζούσαν στην Αμερική στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα. Αυτό που θυμαμαι εντονότερα απο αυτές τις ταινίες ηταν οι σκηνές όπου οι μασκοφορεμένοι της Κου Κλουξ Κλαν επιτίθεντο κατα δεκάδες στα σπίτια των αφρικανών, πετώντας τους πέτρες και απειλώντας πως θα τους σκοτώσουν. Και μερικές σκηνές αργότερα επανέρχονταν με αγριότερες διαθέσεις βάζωντας σε πυρά μεγάλους σταυρούς που κάρφωναν στον κήπο και όπλα με τα οποία πυροβολούσαν προς το σπίτι για εκφοβισμό. Λίγο αργότερα, δεν αργούσε και η σκηνή όπου έσερναν εξω απο το σπίτι ολόκληρη την οικόγενεια, και αφήνοντας τα πιο άγρια ένστικτα τους να αναλάβουν δράση τους σκότωναν, αφήνοντας πισω τους τον φλεγόμενο σταυρό και δίπλα ένα σπίτι να λαμπαδιάζει μεσα στην νύχτα.

Fast forward καμια 10αριά χρόνια και βρίσκομαι το 2008 να ζω και να εργάζομαι στην Αγγλία μετά το τέλος των σπουδών μου. Έκτοτε πολλές φορές εχουν έρθει αυτές οι σκηνές στο μυαλό μου. Πολλές φορές, καθισμένος στο σαλόνι, έχω προσπαθήσει να βάλω τον εαυτό μου στην θέση αυτών των αφρικανών που ζούσαν υπό καθεστώς φόβου την καθημερινότητα τους. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα ένιωθα εγώ τώρα αν ξαφνικά καμια 10αριά άγγλοι ερχόντουσαν στο παράθυρο που κοιτάει στον δρόμο κι άρχιζαν να το χτυπάνε, να βρίζουν και να φωνάζουν απειλητικά συνθήματα προς μένα και τους φίλους μου. Κι αν αυτό γινόταν ανα τακτά χρονικά διαστήματα τι επιρροή θα είχε άραγε πάνω μου;Πως είναι άραγε να φοβάσαι οτι ανα πάσα στιγμή μπορεί κάποιος να σου ταράξει την ηρεμία χτυπόντας ξαφνικά το παράθυρο σου και φωνάζοντας οτι θα σε σκοτώσει; Πως είναι άραγε να μην ξέρεις πότε θα συμβεί αυτό, να μην ξέρεις πότε και απο που να το περιμένεις;Πως είναι άραγε να μην ξέρεις πότε τα χτυπημάτα στο παράθυρο θα γίνουν πέτρες και  απειλές μες στη νύχτα, πότε θα γίνουν χτυπήματα στην πόρτα με προφανή απειλή πλεόν για τη ζωή σου; Και πώς ειναι να μην ξέρεις πότε αυτές οι εκδηλώσεις μίσους θα ρίξουν την πόρτα και θα σε κατασπαράξουν κι έσενα και όλους τους ανθρώπους που αγαπάς;

Και μόνο στη σκέψη αυτού του σεναρίου τρελαινόμουν, αγχωνόμουν και άρχιζα να φοβάμαι. Μετά απο λίγο σκεφτόμουν πως αν εγω αγχώνομαι και φοβάμαι απλά σκεφτόμενος ενα αρκετά απίθανο και φανταστικό σενάριο, σκέψου πως ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι που τα έζησαν αυτά και χειρότερα με δεκάδες φορές μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση. Αν είναι μια φορά τραυματικό το να ζείς με την πιθανότητα του τρόμου και της βίας, πρέπει να είναι απίστευτα πιο τραυματικό και ψυχοφθόρο το να ζείς με μια πραγματική απειλή εκδήλωσης μίσους και βίας εναντίον σου.

Πιστεύεις πραγματικά “φιλαράκο” ότι η διαφορά των ανθρώπων έγκειται στο χρώμα, τη γλώσσα και την εθνικότητα; Πιστευεις πραγματικά οτι αυτά ξεχωρίζουν έναν “καλό” απο έναν “κακό” άνθρωπο; Οτι αν ειχες δηλαδή ΕΣΥ γεννηθεί 500 μέτρα παραπέρα αυτομάτως θα γεννιόσουν χειρότερος ανθρωπος απο τον αλλον που γεννήθηκε 500 μέτρα προς τα εδώ; Και αυτά τα 500 μέτρα διαφοράς σου δίνουν το δικαίωμα να τσουβαλιάζεις ανθρώπινες ψυχές στον κουβά του μίσους σου και να καταστρέφεις οικογένεις αλωνίζοντας τους δρόμους με πέτρες, λοστούς και μαχαίρια;

Άσχημο πράγμα να ζείς με τον φόβο, ακόμα πιο άσχημο όμως το να ζείς με μίσος. Ο φόβος εξάλλου ξεπερνιέται αργά ή γρήγορα, το μίσος όμως όχι. Κι όταν ο φόβος ξεπεραστεί, δε σε σώζει ούτε το μίσος σου “φιλαράκο”.